τορνάδος

τορνάδος
ο, Ν
(μετεωρ.)
σίφωνας που αναπτύσσεται σε καταιγίδες και φτάνει από τη βάση τού νέφους ώς το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tornado < ισπ. tronada «καταιγίδα με κεραυνούς» (< ρ. tronar < λατ. tono «βροντώ») κατ' επίδραση τού ισπ. tornado, μτχ. παρακμ. τού ρ. tornar «γυρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”